βρέφος

βρέφος
1025 βρέφος
{сущ., 8}
младенец или дитя во чреве или новорожденное; с предл. 575 (ἀπό) обозн. от младенчества, с детства.
Ссылки: Лк. 1:41, 44; 2:12, 16; 18:15; Деян. 7:19; 2Тим. 3:15; 1Пет. 2:2.*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βρέφος" в других словарях:

  • βρέφος — babe in the womb neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το το νεογέννητο, το μωρό: Τα βρέφη χρειάζονται απαραίτητα τη μητέρα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θείον Βρέφος — Όρος της χριστιανικής θεολογίας που χαρακτηρίζει τον Ιησού σε νηπιακή ηλικία. Ο όρος χρησιμοποιείται και στη ζωγραφική και ιδιαίτερα στην αγιογραφία, προκειμένου για πίνακες ή φορητές εικόνες, που απεικονίζουν τον Ιησού με την Παναγία. «Η Παναγία …   Dictionary of Greek

  • βρέφει — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (attic epic) βρέφεϊ , βρέφος babe in the womb neut dat sg (epic ionic) βρέφος babe in the womb neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρέφη — βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βρέφος babe in the womb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίοιν — βρέφος babe in the womb neut gen/dat dual βρεφύλλιον neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίοις — βρέφος babe in the womb neut dat pl βρεφύλλιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίου — βρέφος babe in the womb neut gen sg βρεφύλλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίων — βρέφος babe in the womb neut gen pl βρεφύλλιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρεφυλλίῳ — βρέφος babe in the womb neut dat sg βρεφύλλιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»